κακοπαντρεύομαι

κακοπαντρεύομαι
κακοπαντρεύομαι, κακοπαντρεύτηκα, κακοπαντρεμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδικοπαντρεύομαι — κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + παντρεύομαι] …   Dictionary of Greek

  • κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακοπέφτω — κακόπεσα, κακοπεσμένος, πέφτω επικίνδυνα ή κακοπαντρεύομαι: Φοβάται μην κακοπέσει το κορίτσι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”